- ἐαρίδρεπτος
- ἐᾰρίδρεπτος (-δροπος Bgk.), ον,A plucked in spring, Pi.Fr.75.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εαρίδρεπτος — ἐαρίδρεπτος, ον (Α) (για άνθη) κομμένος την άνοιξη … Dictionary of Greek